- σιγματισμός
- ο, Ν [σιγματίζω]1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σιγματίζω, η χρησιμοποίηση τού γράμματος σ κατά τη γραφή2. η συχνή επανάληψη τού γράμματος σ σε μια φράση, ώστε να υπάρχει παρήχηση, όπως λ.χ. ο στίχος στη Μήδεια τού Ευριπίδου «σέσωκά σ' ὡς ἴσασιν Ἑλλήνων ὅσοι»3. ιατρ. μερικός τραυλισμός στην προφορά τού φθόγγου σ.
Dictionary of Greek. 2013.